σέγεστρον

σέγεστρον
τὸ, Α
κλινοσκέπασμα, πάπλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. segestre, -is «στέγαστρο, ψάθα, ένδυμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στέγαστρο — το / στέγαστρον, ΝΑ, και στέγεστρον και σέγεστρον Α στεγασμένος χώρος, υπόστεγο νεοελλ. 1. στέγη, σκεπή, κάλυμμα 2. ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο υπόστεγο από μέταλλο, πλαστικό ή άλλο υλικό τουλάχιστον στη μία μεγάλη κατακόρυφη πλευρά, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”